Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποικιστής
ἀποικοδομέω
ἀποικονομέω
ἀποικονόμησις
ἀποικονομητέον
ἀποικονόμητος
ἀποικονομία
ἄποικος
ἀποικτίζομαι
ἀποίμαντος
ἀποιμώζω
ἄποινα
ἀποινάω
ἀποινέω
ἀποινί
ἀποινόδικος
ἀποινόδορπος
ἄποινος
ἄποιος
ἀποιστέον
ἀποϊστεύω
View word page
ἀποιμώζω
to bewail loudly

ShortDef

to bewail loudly

Debugging

Headword:
ἀποιμώζω
Headword (normalized):
ἀποιμώζω
Headword (normalized/stripped):
αποιμωζω
IDX:
11082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11083
Key:

Data

{'content': 'to bewail loudly'}