Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποικισμός
ἀποικιστέον
ἀποικιστής
ἀποικοδομέω
ἀποικονομέω
ἀποικονόμησις
ἀποικονομητέον
ἀποικονόμητος
ἀποικονομία
ἄποικος
ἀποικτίζομαι
ἀποίμαντος
ἀποιμώζω
ἄποινα
ἀποινάω
ἀποινέω
ἀποινί
ἀποινόδικος
ἀποινόδορπος
ἄποινος
ἄποιος
View word page
ἀποικτίζομαι
to complain loudly of

ShortDef

to complain loudly of

Debugging

Headword:
ἀποικτίζομαι
Headword (normalized):
ἀποικτίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αποικτιζομαι
IDX:
11080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11081
Key:

Data

{'content': 'to complain loudly of'}