Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιακρισία
ἀδιάκριτος
ἀδιακωλύτως
ἀδιάλειπτος
ἀδιάλεκτος
ἀδιαληπτεύω
ἀδιάληπτος
ἀδιαληψία
ἀδιάλλακτος
ἀδιαλόγιστος
ἀδιάλυτος
ἀδιαμάρτητος
ἀδιαμόρφωτος
ἀδιανοησία
ἀδιανοητεύομαι
ἀδιανόητος
ἀδίαντος
ἀδιάξεστος
ἀδιαπάτητος
ἀδιάπαυστος
ἀδιάπεπτος
View word page
ἀδιάλυτος
undissolved, indissoluble

ShortDef

undissolved, indissoluble

Debugging

Headword:
ἀδιάλυτος
Headword (normalized):
ἀδιάλυτος
Headword (normalized/stripped):
αδιαλυτος
IDX:
1107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1108
Key:

Data

{'content': 'undissolved, indissoluble'}