Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποίκιλτος
ἀποικίς
ἀποίκισις
ἀποικισμός
ἀποικιστέον
ἀποικιστής
ἀποικοδομέω
ἀποικονομέω
ἀποικονόμησις
ἀποικονομητέον
ἀποικονόμητος
ἀποικονομία
ἄποικος
ἀποικτίζομαι
ἀποίμαντος
ἀποιμώζω
ἄποινα
ἀποινάω
ἀποινέω
ἀποινί
ἀποινόδικος
View word page
ἀποικονόμητος
to be got rid of

ShortDef

to be got rid of

Debugging

Headword:
ἀποικονόμητος
Headword (normalized):
ἀποικονόμητος
Headword (normalized/stripped):
αποικονομητος
IDX:
11077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11078
Key:

Data

{'content': 'to be got rid of'}