Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποίκιλος
ἀποίκιλτος
ἀποικίς
ἀποίκισις
ἀποικισμός
ἀποικιστέον
ἀποικιστής
ἀποικοδομέω
ἀποικονομέω
ἀποικονόμησις
ἀποικονομητέον
ἀποικονόμητος
ἀποικονομία
ἄποικος
ἀποικτίζομαι
ἀποίμαντος
ἀποιμώζω
ἄποινα
ἀποινάω
ἀποινέω
ἀποινί
View word page
ἀποικονομητέον
one must get rid of

ShortDef

one must get rid of

Debugging

Headword:
ἀποικονομητέον
Headword (normalized):
ἀποικονομητέον
Headword (normalized/stripped):
αποικονομητεον
IDX:
11076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11077
Key:

Data

{'content': 'one must get rid of'}