Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποικία
ἀποικίζω
ἀποίκιλος
ἀποίκιλτος
ἀποικίς
ἀποίκισις
ἀποικισμός
ἀποικιστέον
ἀποικιστής
ἀποικοδομέω
ἀποικονομέω
ἀποικονόμησις
ἀποικονομητέον
ἀποικονόμητος
ἀποικονομία
ἄποικος
ἀποικτίζομαι
ἀποίμαντος
ἀποιμώζω
ἄποινα
ἀποινάω
View word page
ἀποικονομέω
manage so as to get rid of
ShortDef
manage so as to get rid of
Debugging
Headword:
ἀποικονομέω
Headword (normalized):
ἀποικονομέω
Headword (normalized/stripped):
αποικονομεω
IDX:
11074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11075
Key:
Data
{'content': 'manage so as to get rid of'}