Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποίκησις
ἀποικία
ἀποικίζω
ἀποίκιλος
ἀποίκιλτος
ἀποικίς
ἀποίκισις
ἀποικισμός
ἀποικιστέον
ἀποικιστής
ἀποικοδομέω
ἀποικονομέω
ἀποικονόμησις
ἀποικονομητέον
ἀποικονόμητος
ἀποικονομία
ἄποικος
ἀποικτίζομαι
ἀποίμαντος
ἀποιμώζω
ἄποινα
View word page
ἀποικοδομέω
to cut off by building, wall up, barricade
ShortDef
to cut off by building, wall up, barricade
Debugging
Headword:
ἀποικοδομέω
Headword (normalized):
ἀποικοδομέω
Headword (normalized/stripped):
αποικοδομεω
IDX:
11073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11074
Key:
Data
{'content': 'to cut off by building, wall up, barricade'}