Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποικειόω
ἀποικεσία
ἀποικέω
ἀποίκησις
ἀποικία
ἀποικίζω
ἀποίκιλος
ἀποίκιλτος
ἀποικίς
ἀποίκισις
ἀποικισμός
ἀποικιστέον
ἀποικιστής
ἀποικοδομέω
ἀποικονομέω
ἀποικονόμησις
ἀποικονομητέον
ἀποικονόμητος
ἀποικονομία
ἄποικος
ἀποικτίζομαι
View word page
ἀποικισμός
the settlement of a colony

ShortDef

the settlement of a colony

Debugging

Headword:
ἀποικισμός
Headword (normalized):
ἀποικισμός
Headword (normalized/stripped):
αποικισμος
IDX:
11070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11071
Key:

Data

{'content': 'the settlement of a colony'}