Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιακόσμητος
ἀδιακρισία
ἀδιάκριτος
ἀδιακωλύτως
ἀδιάλειπτος
ἀδιάλεκτος
ἀδιαληπτεύω
ἀδιάληπτος
ἀδιαληψία
ἀδιάλλακτος
ἀδιαλόγιστος
ἀδιάλυτος
ἀδιαμάρτητος
ἀδιαμόρφωτος
ἀδιανοησία
ἀδιανοητεύομαι
ἀδιανόητος
ἀδίαντος
ἀδιάξεστος
ἀδιαπάτητος
ἀδιάπαυστος
View word page
ἀδιαλόγιστος
unreasoning

ShortDef

unreasoning

Debugging

Headword:
ἀδιαλόγιστος
Headword (normalized):
ἀδιαλόγιστος
Headword (normalized/stripped):
αδιαλογιστος
IDX:
1106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1107
Key:

Data

{'content': 'unreasoning'}