Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποιητικός
ἀποίητος
ἀποικειόω
ἀποικεσία
ἀποικέω
ἀποίκησις
ἀποικία
ἀποικίζω
ἀποίκιλος
ἀποίκιλτος
ἀποικίς
ἀποίκισις
ἀποικισμός
ἀποικιστέον
ἀποικιστής
ἀποικοδομέω
ἀποικονομέω
ἀποικονόμησις
ἀποικονομητέον
ἀποικονόμητος
ἀποικονομία
View word page
ἀποικίς
a colony

ShortDef

a colony

Debugging

Headword:
ἀποικίς
Headword (normalized):
ἀποικίς
Headword (normalized/stripped):
αποικις
IDX:
11068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11069
Key:

Data

{'content': 'a colony'}