Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποίδησις
ἀποιητικός
ἀποίητος
ἀποικειόω
ἀποικεσία
ἀποικέω
ἀποίκησις
ἀποικία
ἀποικίζω
ἀποίκιλος
ἀποίκιλτος
ἀποικίς
ἀποίκισις
ἀποικισμός
ἀποικιστέον
ἀποικιστής
ἀποικοδομέω
ἀποικονομέω
ἀποικονόμησις
ἀποικονομητέον
ἀποικονόμητος
View word page
ἀποίκιλτος
not elaborated, without convolutions
ShortDef
not elaborated, without convolutions
Debugging
Headword:
ἀποίκιλτος
Headword (normalized):
ἀποίκιλτος
Headword (normalized/stripped):
αποικιλτος
IDX:
11067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11068
Key:
Data
{'content': 'not elaborated, without convolutions'}