Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποθυννίζω
ἀποθυρίζω
ἀποθυστάνιον
ἀποθυτέον
ἀποθύω
ἀποθωρακίζομαι
ἀποιδέω
ἀποίδησις
ἀποιητικός
ἀποίητος
ἀποικειόω
ἀποικεσία
ἀποικέω
ἀποίκησις
ἀποικία
ἀποικίζω
ἀποίκιλος
ἀποίκιλτος
ἀποικίς
ἀποίκισις
ἀποικισμός
View word page
ἀποικειόω
absorb completely, assimilate

ShortDef

absorb completely, assimilate

Debugging

Headword:
ἀποικειόω
Headword (normalized):
ἀποικειόω
Headword (normalized/stripped):
αποικειοω
IDX:
11060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11061
Key:

Data

{'content': 'absorb completely, assimilate'}