Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιακόντιστος
ἀδιάκοπος
ἀδιακόρευτος
ἀδιακόσμητος
ἀδιακρισία
ἀδιάκριτος
ἀδιακωλύτως
ἀδιάλειπτος
ἀδιάλεκτος
ἀδιαληπτεύω
ἀδιάληπτος
ἀδιαληψία
ἀδιάλλακτος
ἀδιαλόγιστος
ἀδιάλυτος
ἀδιαμάρτητος
ἀδιαμόρφωτος
ἀδιανοησία
ἀδιανοητεύομαι
ἀδιανόητος
ἀδίαντος
View word page
ἀδιάληπτος
indistinct, confused

ShortDef

indistinct, confused

Debugging

Headword:
ἀδιάληπτος
Headword (normalized):
ἀδιάληπτος
Headword (normalized/stripped):
αδιαληπτος
IDX:
1103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1104
Key:

Data

{'content': 'indistinct, confused'}