Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποθησαυρισμός
ἀπόθητος
ἀποθινόομαι
ἀποθλίβω
ἀπόθλιμμα
ἀποθλιμμός
ἀπόθλιψις
ἀποθνᾴσκω
ἀποθνῄσκω
ἀποθρασύνομαι
ἀπόθραυσις
ἀπόθραυσμα
ἀποθραύω
ἀποθρηνέω
ἀποθριάζω
ἀποθριγκόω
ἀπόθρισμα
ἀποθρύπτω
ἀποθρῴσκω
ἀποθυμίασις
ἀποθυμιάω
View word page
ἀπόθραυσις
breaking, fracture

ShortDef

breaking, fracture

Debugging

Headword:
ἀπόθραυσις
Headword (normalized):
ἀπόθραυσις
Headword (normalized/stripped):
αποθραυσις
IDX:
11038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11039
Key:

Data

{'content': 'breaking, fracture'}