Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποθηλύνω
ἀποθηρευτής
ἀποθηριόω
ἀποθηρίωσις
ἀποθησαυρίζω
ἀποθησαυρισμός
ἀπόθητος
ἀποθινόομαι
ἀποθλίβω
ἀπόθλιμμα
ἀποθλιμμός
ἀπόθλιψις
ἀποθνᾴσκω
ἀποθνῄσκω
ἀποθρασύνομαι
ἀπόθραυσις
ἀπόθραυσμα
ἀποθραύω
ἀποθρηνέω
ἀποθριάζω
ἀποθριγκόω
View word page
ἀποθλιμμός
oppression

ShortDef

oppression

Debugging

Headword:
ἀποθλιμμός
Headword (normalized):
ἀποθλιμμός
Headword (normalized/stripped):
αποθλιμμος
IDX:
11033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11034
Key:

Data

{'content': 'oppression'}