Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποθήκιον
ἀποθηλάζω
ἀποθηλασμός
ἀποθηλύνω
ἀποθηρευτής
ἀποθηριόω
ἀποθηρίωσις
ἀποθησαυρίζω
ἀποθησαυρισμός
ἀπόθητος
ἀποθινόομαι
ἀποθλίβω
ἀπόθλιμμα
ἀποθλιμμός
ἀπόθλιψις
ἀποθνᾴσκω
ἀποθνῄσκω
ἀποθρασύνομαι
ἀπόθραυσις
ἀπόθραυσμα
ἀποθραύω
View word page
ἀποθινόομαι
to be silted up

ShortDef

to be silted up

Debugging

Headword:
ἀποθινόομαι
Headword (normalized):
ἀποθινόομαι
Headword (normalized/stripped):
αποθινοομαι
IDX:
11030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11031
Key:

Data

{'content': 'to be silted up'}