Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποθετικός
ἀπόθετος
ἀποθέω
ἀποθεωρέω
ἀποθεώρησις
ἀποθεωρητέον
ἀποθέωσις
ἀποθήκη
ἀποθήκιον
ἀποθηλάζω
ἀποθηλασμός
ἀποθηλύνω
ἀποθηρευτής
ἀποθηριόω
ἀποθηρίωσις
ἀποθησαυρίζω
ἀποθησαυρισμός
ἀπόθητος
ἀποθινόομαι
ἀποθλίβω
ἀπόθλιμμα
View word page
ἀποθηλασμός
sucking, sucking out

ShortDef

sucking, sucking out

Debugging

Headword:
ἀποθηλασμός
Headword (normalized):
ἀποθηλασμός
Headword (normalized/stripped):
αποθηλασμος
IDX:
11022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11023
Key:

Data

{'content': 'sucking, sucking out'}