Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιάκλειστος
ἀδιακόνητος
ἀδιακόντιστος
ἀδιάκοπος
ἀδιακόρευτος
ἀδιακόσμητος
ἀδιακρισία
ἀδιάκριτος
ἀδιακωλύτως
ἀδιάλειπτος
ἀδιάλεκτος
ἀδιαληπτεύω
ἀδιάληπτος
ἀδιαληψία
ἀδιάλλακτος
ἀδιαλόγιστος
ἀδιάλυτος
ἀδιαμάρτητος
ἀδιαμόρφωτος
ἀδιανοησία
ἀδιανοητεύομαι
View word page
ἀδιάλεκτος
without conversation

ShortDef

without conversation

Debugging

Headword:
ἀδιάλεκτος
Headword (normalized):
ἀδιάλεκτος
Headword (normalized/stripped):
αδιαλεκτος
IDX:
1101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1102
Key:

Data

{'content': 'without conversation'}