Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποθερίζω
ἀπόθερμος
ἀποθέσιμος
ἀπόθεσις
ἀποθεσπίζω
ἀποθέσπισις
ἀπόθεστος
ἀποθέται
ἀποθετέον
ἀποθετικός
ἀπόθετος
ἀποθέω
ἀποθεωρέω
ἀποθεώρησις
ἀποθεωρητέον
ἀποθέωσις
ἀποθήκη
ἀποθήκιον
ἀποθηλάζω
ἀποθηλασμός
ἀποθηλύνω
View word page
ἀπόθετος
laid by, stored up

ShortDef

laid by, stored up

Debugging

Headword:
ἀπόθετος
Headword (normalized):
ἀπόθετος
Headword (normalized/stripped):
αποθετος
IDX:
11013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11014
Key:

Data

{'content': 'laid by, stored up'}