Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποθεραπευτέον
ἀποθεραπευτικός
ἀποθεραπεύω
ἀποθερίζω
ἀπόθερμος
ἀποθέσιμος
ἀπόθεσις
ἀποθεσπίζω
ἀποθέσπισις
ἀπόθεστος
ἀποθέται
ἀποθετέον
ἀποθετικός
ἀπόθετος
ἀποθέω
ἀποθεωρέω
ἀποθεώρησις
ἀποθεωρητέον
ἀποθέωσις
ἀποθήκη
ἀποθήκιον
View word page
ἀποθέται
a place

ShortDef

a place

Debugging

Headword:
ἀποθέται
Headword (normalized):
ἀποθέται
Headword (normalized/stripped):
αποθεται
IDX:
11010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11011
Key:

Data

{'content': 'a place'}