Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδιακίνητος
ἀδιάκλειστος
ἀδιακόνητος
ἀδιακόντιστος
ἀδιάκοπος
ἀδιακόρευτος
ἀδιακόσμητος
ἀδιακρισία
ἀδιάκριτος
ἀδιακωλύτως
ἀδιάλειπτος
ἀδιάλεκτος
ἀδιαληπτεύω
ἀδιάληπτος
ἀδιαληψία
ἀδιάλλακτος
ἀδιαλόγιστος
ἀδιάλυτος
ἀδιαμάρτητος
ἀδιαμόρφωτος
ἀδιανοησία
View word page
ἀδιάλειπτος
unintermitting, incessant
ShortDef
unintermitting, incessant
Debugging
Headword:
ἀδιάλειπτος
Headword (normalized):
ἀδιάλειπτος
Headword (normalized/stripped):
αδιαλειπτος
IDX:
1100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1101
Key:
Data
{'content': 'unintermitting, incessant'}