Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποθειόω
ἀποθείωσις
ἀποθεμελιόω
ἄποθεν
ἀπόθεος
ἀποθεόω
ἀποθεραπεία
ἀποθεραπευτέον
ἀποθεραπευτικός
ἀποθεραπεύω
ἀποθερίζω
ἀπόθερμος
ἀποθέσιμος
ἀπόθεσις
ἀποθεσπίζω
ἀποθέσπισις
ἀπόθεστος
ἀποθέται
ἀποθετέον
ἀποθετικός
ἀπόθετος
View word page
ἀποθερίζω
to cut off
ShortDef
to cut off
Debugging
Headword:
ἀποθερίζω
Headword (normalized):
ἀποθερίζω
Headword (normalized/stripped):
αποθεριζω
IDX:
11003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11004
Key:
Data
{'content': 'to cut off'}