Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποθαυμάζω
ἀποθεάομαι
ἀποθειόω
ἀποθείωσις
ἀποθεμελιόω
ἄποθεν
ἀπόθεος
ἀποθεόω
ἀποθεραπεία
ἀποθεραπευτέον
ἀποθεραπευτικός
ἀποθεραπεύω
ἀποθερίζω
ἀπόθερμος
ἀποθέσιμος
ἀπόθεσις
ἀποθεσπίζω
ἀποθέσπισις
ἀπόθεστος
ἀποθέται
ἀποθετέον
View word page
ἀποθεραπευτικός
of, connected with

ShortDef

of, connected with

Debugging

Headword:
ἀποθεραπευτικός
Headword (normalized):
ἀποθεραπευτικός
Headword (normalized/stripped):
αποθεραπευτικος
IDX:
11001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11002
Key:

Data

{'content': 'of, connected with'}