Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιαίρετος
ἀδιακίνητος
ἀδιάκλειστος
ἀδιακόνητος
ἀδιακόντιστος
ἀδιάκοπος
ἀδιακόρευτος
ἀδιακόσμητος
ἀδιακρισία
ἀδιάκριτος
ἀδιακωλύτως
ἀδιάλειπτος
ἀδιάλεκτος
ἀδιαληπτεύω
ἀδιάληπτος
ἀδιαληψία
ἀδιάλλακτος
ἀδιαλόγιστος
ἀδιάλυτος
ἀδιαμάρτητος
ἀδιαμόρφωτος
View word page
ἀδιακωλύτως
without hindrance

ShortDef

without hindrance

Debugging

Headword:
ἀδιακωλύτως
Headword (normalized):
ἀδιακωλύτως
Headword (normalized/stripped):
αδιακωλυτως
IDX:
1099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1100
Key:

Data

{'content': 'without hindrance'}