Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀβοητί
ἀβόητος
ἀβολέω
ἀβολητύς
ἀβολήτωρ
ἀβόλλα
ἄβολος
ἀβόρβορος
Ἀβοριγῖνες
ἄβορος
ἀβοσκής
ἀβόσκητος
ἄβοτος
ἀβουκόλητος
ἀβουλεί
ἀβούλευτος
ἀβουλέω
ἀβούλητος
ἀβουλία
ἄβουλος
ἀβούτης
View word page
ἀβοσκής
unfed, fasting

ShortDef

unfed, fasting

Debugging

Headword:
ἀβοσκής
Headword (normalized):
ἀβοσκής
Headword (normalized/stripped):
αβοσκης
IDX:
109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-110
Key:

Data

{'content': 'unfed, fasting'}