Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόερσε
ἀποζάω
ἀπόζεμα
ἀποζευγέω
ἀποζεύγνυμαι
ἀποζεύγνυμι
ἀποζευκτέον
ἀπόζευξις
ἀποζέω
ἀποζυγή
ἀπόζυγος
ἀποζυγόω
ἀπόζυμος
ἀπόζω
ἀποζωγραφέω
ἀποζώννυμι
ἀπόζωσις
ἀποθαλασσόω
ἀποθάλλω
ἀποθανατίζω
ἀποθανετέον
View word page
ἀπόζυγος
odd
ShortDef
odd
Debugging
Headword:
ἀπόζυγος
Headword (normalized):
ἀπόζυγος
Headword (normalized/stripped):
αποζυγος
IDX:
10978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10979
Key:
Data
{'content': 'odd'}