Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποδωρέω
ἀποδωσείω
ἀποείκω
ἀπόερσε
ἀποζάω
ἀπόζεμα
ἀποζευγέω
ἀποζεύγνυμαι
ἀποζεύγνυμι
ἀποζευκτέον
ἀπόζευξις
ἀποζέω
ἀποζυγή
ἀπόζυγος
ἀποζυγόω
ἀπόζυμος
ἀπόζω
ἀποζωγραφέω
ἀποζώννυμι
ἀπόζωσις
ἀποθαλασσόω
View word page
ἀπόζευξις
unyoking
ShortDef
unyoking
Debugging
Headword:
ἀπόζευξις
Headword (normalized):
ἀπόζευξις
Headword (normalized/stripped):
αποζευξις
IDX:
10975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10976
Key:
Data
{'content': 'unyoking'}