Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποδυτήριον
ἀποδύω
ἀποδωρέω
ἀποδωσείω
ἀποείκω
ἀπόερσε
ἀποζάω
ἀπόζεμα
ἀποζευγέω
ἀποζεύγνυμαι
ἀποζεύγνυμι
ἀποζευκτέον
ἀπόζευξις
ἀποζέω
ἀποζυγή
ἀπόζυγος
ἀποζυγόω
ἀπόζυμος
ἀπόζω
ἀποζωγραφέω
ἀποζώννυμι
View word page
ἀποζεύγνυμι
separate, part
ShortDef
separate, part
Debugging
Headword:
ἀποζεύγνυμι
Headword (normalized):
ἀποζεύγνυμι
Headword (normalized/stripped):
αποζευγνυμι
IDX:
10973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10974
Key:
Data
{'content': 'separate, part'}