Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποδυτέον
ἀποδυτέος
ἀποδυτήριον
ἀποδύω
ἀποδωρέω
ἀποδωσείω
ἀποείκω
ἀπόερσε
ἀποζάω
ἀπόζεμα
ἀποζευγέω
ἀποζεύγνυμαι
ἀποζεύγνυμι
ἀποζευκτέον
ἀπόζευξις
ἀποζέω
ἀποζυγή
ἀπόζυγος
ἀποζυγόω
ἀπόζυμος
ἀπόζω
View word page
ἀποζευγέω
unyoke

ShortDef

unyoke

Debugging

Headword:
ἀποζευγέω
Headword (normalized):
ἀποζευγέω
Headword (normalized/stripped):
αποζευγεω
IDX:
10971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10972
Key:

Data

{'content': 'unyoke'}