Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποδυσπέτησις
ἀποδυτέον
ἀποδυτέος
ἀποδυτήριον
ἀποδύω
ἀποδωρέω
ἀποδωσείω
ἀποείκω
ἀπόερσε
ἀποζάω
ἀπόζεμα
ἀποζευγέω
ἀποζεύγνυμαι
ἀποζεύγνυμι
ἀποζευκτέον
ἀπόζευξις
ἀποζέω
ἀποζυγή
ἀπόζυγος
ἀποζυγόω
ἀπόζυμος
View word page
ἀπόζεμα
decoction
ShortDef
decoction
Debugging
Headword:
ἀπόζεμα
Headword (normalized):
ἀπόζεμα
Headword (normalized/stripped):
αποζεμα
IDX:
10970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10971
Key:
Data
{'content': 'decoction'}