Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιάδοχος
ἀδιάδραστος
ἀδιάζευκτος
ἀδιάθετος
ἀδιαίρετος
ἀδιακίνητος
ἀδιάκλειστος
ἀδιακόνητος
ἀδιακόντιστος
ἀδιάκοπος
ἀδιακόρευτος
ἀδιακόσμητος
ἀδιακρισία
ἀδιάκριτος
ἀδιακωλύτως
ἀδιάλειπτος
ἀδιάλεκτος
ἀδιαληπτεύω
ἀδιάληπτος
ἀδιαληψία
ἀδιάλλακτος
View word page
ἀδιακόρευτος
undeflowered, virginal

ShortDef

undeflowered, virginal

Debugging

Headword:
ἀδιακόρευτος
Headword (normalized):
ἀδιακόρευτος
Headword (normalized/stripped):
αδιακορευτος
IDX:
1095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1096
Key:

Data

{'content': 'undeflowered, virginal'}