Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόδρασις
ἀποδρεπανίζω
ἀποδρέπω
ἀπόδρεψις
ἀποδρομή
ἀπόδρομος
ἀποδρύπτω
ἀποδρύφω
ἀποδυναμία
ἀποδύνω
ἀποδυρμός
ἀποδύρομαι
ἀπόδυσις
ἀποδυσπετέω
ἀποδυσπέτησις
ἀποδυτέον
ἀποδυτέος
ἀποδυτήριον
ἀποδύω
ἀποδωρέω
ἀποδωσείω
View word page
ἀποδυρμός
bewailing, lamentation

ShortDef

bewailing, lamentation

Debugging

Headword:
ἀποδυρμός
Headword (normalized):
ἀποδυρμός
Headword (normalized/stripped):
αποδυρμος
IDX:
10956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10957
Key:

Data

{'content': 'bewailing, lamentation'}