Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόδουλος
ἀποδοχεῖον
ἀποδοχεύς
ἀποδοχή
ἀποδοχμόω
ἀπόδραγμα
ἀποδραπετεύω
ἀπόδρασις
ἀποδρεπανίζω
ἀποδρέπω
ἀπόδρεψις
ἀποδρομή
ἀπόδρομος
ἀποδρύπτω
ἀποδρύφω
ἀποδυναμία
ἀποδύνω
ἀποδυρμός
ἀποδύρομαι
ἀπόδυσις
ἀποδυσπετέω
View word page
ἀπόδρεψις
plucking off
ShortDef
plucking off
Debugging
Headword:
ἀπόδρεψις
Headword (normalized):
ἀπόδρεψις
Headword (normalized/stripped):
αποδρεψις
IDX:
10949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10950
Key:
Data
{'content': 'plucking off'}