Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιάγωγος
ἀδιάδοχος
ἀδιάδραστος
ἀδιάζευκτος
ἀδιάθετος
ἀδιαίρετος
ἀδιακίνητος
ἀδιάκλειστος
ἀδιακόνητος
ἀδιακόντιστος
ἀδιάκοπος
ἀδιακόρευτος
ἀδιακόσμητος
ἀδιακρισία
ἀδιάκριτος
ἀδιακωλύτως
ἀδιάλειπτος
ἀδιάλεκτος
ἀδιαληπτεύω
ἀδιάληπτος
ἀδιαληψία
View word page
ἀδιάκοπος
unbroken, uninterrupted

ShortDef

unbroken, uninterrupted

Debugging

Headword:
ἀδιάκοπος
Headword (normalized):
ἀδιάκοπος
Headword (normalized/stripped):
αδιακοπος
IDX:
1094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1095
Key:

Data

{'content': 'unbroken, uninterrupted'}