Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποδοσμός
ἀποδοτέον
ἀποδοτέος
ἀποδοτικός
ἀπόδοτος
ἀπόδουλος
ἀποδοχεῖον
ἀποδοχεύς
ἀποδοχή
ἀποδοχμόω
ἀπόδραγμα
ἀποδραπετεύω
ἀπόδρασις
ἀποδρεπανίζω
ἀποδρέπω
ἀπόδρεψις
ἀποδρομή
ἀπόδρομος
ἀποδρύπτω
ἀποδρύφω
ἀποδυναμία
View word page
ἀπόδραγμα
part taken off

ShortDef

part taken off

Debugging

Headword:
ἀπόδραγμα
Headword (normalized):
ἀπόδραγμα
Headword (normalized/stripped):
αποδραγμα
IDX:
10944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10945
Key:

Data

{'content': 'part taken off'}