Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποδόσιμος
ἀπόδοσις
ἀποδόσμιος
ἀποδοσμός
ἀποδοτέον
ἀποδοτέος
ἀποδοτικός
ἀπόδοτος
ἀπόδουλος
ἀποδοχεῖον
ἀποδοχεύς
ἀποδοχή
ἀποδοχμόω
ἀπόδραγμα
ἀποδραπετεύω
ἀπόδρασις
ἀποδρεπανίζω
ἀποδρέπω
ἀπόδρεψις
ἀποδρομή
ἀπόδρομος
View word page
ἀποδοχεύς
financial official (ἀποδέκτης), keeper of archives

ShortDef

financial official (ἀποδέκτης), keeper of archives

Debugging

Headword:
ἀποδοχεύς
Headword (normalized):
ἀποδοχεύς
Headword (normalized/stripped):
αποδοχευς
IDX:
10941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10942
Key:

Data

{'content': 'financial official (ἀποδέκτης), keeper of archives'}