Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποδορά
ἄποδος
ἀποδόσιμος
ἀπόδοσις
ἀποδόσμιος
ἀποδοσμός
ἀποδοτέον
ἀποδοτέος
ἀποδοτικός
ἀπόδοτος
ἀπόδουλος
ἀποδοχεῖον
ἀποδοχεύς
ἀποδοχή
ἀποδοχμόω
ἀπόδραγμα
ἀποδραπετεύω
ἀπόδρασις
ἀποδρεπανίζω
ἀποδρέπω
ἀπόδρεψις
View word page
ἀπόδουλος
freedman

ShortDef

freedman

Debugging

Headword:
ἀπόδουλος
Headword (normalized):
ἀπόδουλος
Headword (normalized/stripped):
αποδουλος
IDX:
10939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10940
Key:

Data

{'content': 'freedman'}