Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιάγνωστος
ἀδιάγωγος
ἀδιάδοχος
ἀδιάδραστος
ἀδιάζευκτος
ἀδιάθετος
ἀδιαίρετος
ἀδιακίνητος
ἀδιάκλειστος
ἀδιακόνητος
ἀδιακόντιστος
ἀδιάκοπος
ἀδιακόρευτος
ἀδιακόσμητος
ἀδιακρισία
ἀδιάκριτος
ἀδιακωλύτως
ἀδιάλειπτος
ἀδιάλεκτος
ἀδιαληπτεύω
ἀδιάληπτος
View word page
ἀδιακόντιστος
which no dart can pierce

ShortDef

which no dart can pierce

Debugging

Headword:
ἀδιακόντιστος
Headword (normalized):
ἀδιακόντιστος
Headword (normalized/stripped):
αδιακοντιστος
IDX:
1093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1094
Key:

Data

{'content': 'which no dart can pierce'}