Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόδομα
ἀποδόντωσις
ἀποδορά
ἄποδος
ἀποδόσιμος
ἀπόδοσις
ἀποδόσμιος
ἀποδοσμός
ἀποδοτέον
ἀποδοτέος
ἀποδοτικός
ἀπόδοτος
ἀπόδουλος
ἀποδοχεῖον
ἀποδοχεύς
ἀποδοχή
ἀποδοχμόω
ἀπόδραγμα
ἀποδραπετεύω
ἀπόδρασις
ἀποδρεπανίζω
View word page
ἀποδοτικός
productive of

ShortDef

productive of

Debugging

Headword:
ἀποδοτικός
Headword (normalized):
ἀποδοτικός
Headword (normalized/stripped):
αποδοτικος
IDX:
10937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10938
Key:

Data

{'content': 'productive of'}