Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποδοκιμαστικός
ἀποδοκιμάω
ἀποδόκιμος
ἀπόδομα
ἀποδόντωσις
ἀποδορά
ἄποδος
ἀποδόσιμος
ἀπόδοσις
ἀποδόσμιος
ἀποδοσμός
ἀποδοτέον
ἀποδοτέος
ἀποδοτικός
ἀπόδοτος
ἀπόδουλος
ἀποδοχεῖον
ἀποδοχεύς
ἀποδοχή
ἀποδοχμόω
ἀπόδραγμα
View word page
ἀποδοσμός
sale

ShortDef

sale

Debugging

Headword:
ἀποδοσμός
Headword (normalized):
ἀποδοσμός
Headword (normalized/stripped):
αποδοσμος
IDX:
10934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10935
Key:

Data

{'content': 'sale'}