Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποδοκιμαστέον
ἀποδοκιμαστέος
ἀποδοκιμαστής
ἀποδοκιμαστικός
ἀποδοκιμάω
ἀποδόκιμος
ἀπόδομα
ἀποδόντωσις
ἀποδορά
ἄποδος
ἀποδόσιμος
ἀπόδοσις
ἀποδόσμιος
ἀποδοσμός
ἀποδοτέον
ἀποδοτέος
ἀποδοτικός
ἀπόδοτος
ἀπόδουλος
ἀποδοχεῖον
ἀποδοχεύς
View word page
ἀποδόσιμος
restored
ShortDef
restored
Debugging
Headword:
ἀποδόσιμος
Headword (normalized):
ἀποδόσιμος
Headword (normalized/stripped):
αποδοσιμος
IDX:
10931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10932
Key:
Data
{'content': 'restored'}