Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποδοκιμασία
ἀποδοκιμαστέον
ἀποδοκιμαστέος
ἀποδοκιμαστής
ἀποδοκιμαστικός
ἀποδοκιμάω
ἀποδόκιμος
ἀπόδομα
ἀποδόντωσις
ἀποδορά
ἄποδος
ἀποδόσιμος
ἀπόδοσις
ἀποδόσμιος
ἀποδοσμός
ἀποδοτέον
ἀποδοτέος
ἀποδοτικός
ἀπόδοτος
ἀπόδουλος
ἀποδοχεῖον
View word page
ἄποδος
not having the use of one’s feet
ShortDef
not having the use of one’s feet
Debugging
Headword:
ἄποδος
Headword (normalized):
ἄποδος
Headword (normalized/stripped):
αποδος
IDX:
10930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10931
Key:
Data
{'content': 'not having the use of one’s feet'}