Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποδοκιμάζω
ἀποδοκιμασία
ἀποδοκιμαστέον
ἀποδοκιμαστέος
ἀποδοκιμαστής
ἀποδοκιμαστικός
ἀποδοκιμάω
ἀποδόκιμος
ἀπόδομα
ἀποδόντωσις
ἀποδορά
ἄποδος
ἀποδόσιμος
ἀπόδοσις
ἀποδόσμιος
ἀποδοσμός
ἀποδοτέον
ἀποδοτέος
ἀποδοτικός
ἀπόδοτος
ἀπόδουλος
View word page
ἀποδορά
peeling of the skin

ShortDef

peeling of the skin

Debugging

Headword:
ἀποδορά
Headword (normalized):
ἀποδορά
Headword (normalized/stripped):
αποδορα
IDX:
10929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10930
Key:

Data

{'content': 'peeling of the skin'}