Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποδοκεῖ
ἀποδοκιμάζω
ἀποδοκιμασία
ἀποδοκιμαστέον
ἀποδοκιμαστέος
ἀποδοκιμαστής
ἀποδοκιμαστικός
ἀποδοκιμάω
ἀποδόκιμος
ἀπόδομα
ἀποδόντωσις
ἀποδορά
ἄποδος
ἀποδόσιμος
ἀπόδοσις
ἀποδόσμιος
ἀποδοσμός
ἀποδοτέον
ἀποδοτέος
ἀποδοτικός
ἀπόδοτος
View word page
ἀποδόντωσις
cleansing of the teeth

ShortDef

cleansing of the teeth

Debugging

Headword:
ἀποδόντωσις
Headword (normalized):
ἀποδόντωσις
Headword (normalized/stripped):
αποδοντωσις
IDX:
10928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10929
Key:

Data

{'content': 'cleansing of the teeth'}