Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποδίωξις
ἀποδοκεῖ
ἀποδοκιμάζω
ἀποδοκιμασία
ἀποδοκιμαστέον
ἀποδοκιμαστέος
ἀποδοκιμαστής
ἀποδοκιμαστικός
ἀποδοκιμάω
ἀποδόκιμος
ἀπόδομα
ἀποδόντωσις
ἀποδορά
ἄποδος
ἀποδόσιμος
ἀπόδοσις
ἀποδόσμιος
ἀποδοσμός
ἀποδοτέον
ἀποδοτέος
ἀποδοτικός
View word page
ἀπόδομα
gift, offering

ShortDef

gift, offering

Debugging

Headword:
ἀπόδομα
Headword (normalized):
ἀπόδομα
Headword (normalized/stripped):
αποδομα
IDX:
10927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10928
Key:

Data

{'content': 'gift, offering'}