Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποδιώκω
ἀποδίωξις
ἀποδοκεῖ
ἀποδοκιμάζω
ἀποδοκιμασία
ἀποδοκιμαστέον
ἀποδοκιμαστέος
ἀποδοκιμαστής
ἀποδοκιμαστικός
ἀποδοκιμάω
ἀποδόκιμος
ἀπόδομα
ἀποδόντωσις
ἀποδορά
ἄποδος
ἀποδόσιμος
ἀπόδοσις
ἀποδόσμιος
ἀποδοσμός
ἀποδοτέον
ἀποδοτέος
View word page
ἀποδόκιμος
worthless
ShortDef
worthless
Debugging
Headword:
ἀποδόκιμος
Headword (normalized):
ἀποδόκιμος
Headword (normalized/stripped):
αποδοκιμος
IDX:
10926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10927
Key:
Data
{'content': 'worthless'}