Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποδίωκτος
ἀποδιώκω
ἀποδίωξις
ἀποδοκεῖ
ἀποδοκιμάζω
ἀποδοκιμασία
ἀποδοκιμαστέον
ἀποδοκιμαστέος
ἀποδοκιμαστής
ἀποδοκιμαστικός
ἀποδοκιμάω
ἀποδόκιμος
ἀπόδομα
ἀποδόντωσις
ἀποδορά
ἄποδος
ἀποδόσιμος
ἀπόδοσις
ἀποδόσμιος
ἀποδοσμός
ἀποδοτέον
View word page
ἀποδοκιμάω
to reject
ShortDef
to reject
Debugging
Headword:
ἀποδοκιμάω
Headword (normalized):
ἀποδοκιμάω
Headword (normalized/stripped):
αποδοκιμαω
IDX:
10925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10926
Key:
Data
{'content': 'to reject'}