Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποδιωθέω
ἀποδιωκτέον
ἀποδίωκτος
ἀποδιώκω
ἀποδίωξις
ἀποδοκεῖ
ἀποδοκιμάζω
ἀποδοκιμασία
ἀποδοκιμαστέον
ἀποδοκιμαστέος
ἀποδοκιμαστής
ἀποδοκιμαστικός
ἀποδοκιμάω
ἀποδόκιμος
ἀπόδομα
ἀποδόντωσις
ἀποδορά
ἄποδος
ἀποδόσιμος
ἀπόδοσις
ἀποδόσμιος
View word page
ἀποδοκιμαστής
one who rejects

ShortDef

one who rejects

Debugging

Headword:
ἀποδοκιμαστής
Headword (normalized):
ἀποδοκιμαστής
Headword (normalized/stripped):
αποδοκιμαστης
IDX:
10923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10924
Key:

Data

{'content': 'one who rejects'}