Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποδισκεύω
ἀποδιφθερόομαι
ἀποδιψάω
ἀποδίωγμα
ἀποδιωθέω
ἀποδιωκτέον
ἀποδίωκτος
ἀποδιώκω
ἀποδίωξις
ἀποδοκεῖ
ἀποδοκιμάζω
ἀποδοκιμασία
ἀποδοκιμαστέον
ἀποδοκιμαστέος
ἀποδοκιμαστής
ἀποδοκιμαστικός
ἀποδοκιμάω
ἀποδόκιμος
ἀπόδομα
ἀποδόντωσις
ἀποδορά
View word page
ἀποδοκιμάζω
to reject on scrutiny, to reject for want of qualification
ShortDef
to reject on scrutiny, to reject for want of qualification
Debugging
Headword:
ἀποδοκιμάζω
Headword (normalized):
ἀποδοκιμάζω
Headword (normalized/stripped):
αποδοκιμαζω
IDX:
10919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10920
Key:
Data
{'content': 'to reject on scrutiny, to reject for want of qualification'}