Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποδιοριστέον
ἀποδιπλόομαι
ἀποδίς
ἀποδισκεύω
ἀποδιφθερόομαι
ἀποδιψάω
ἀποδίωγμα
ἀποδιωθέω
ἀποδιωκτέον
ἀποδίωκτος
ἀποδιώκω
ἀποδίωξις
ἀποδοκεῖ
ἀποδοκιμάζω
ἀποδοκιμασία
ἀποδοκιμαστέον
ἀποδοκιμαστέος
ἀποδοκιμαστής
ἀποδοκιμαστικός
ἀποδοκιμάω
ἀποδόκιμος
View word page
ἀποδιώκω
to chase away

ShortDef

to chase away

Debugging

Headword:
ἀποδιώκω
Headword (normalized):
ἀποδιώκω
Headword (normalized/stripped):
αποδιωκω
IDX:
10916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-10917
Key:

Data

{'content': 'to chase away'}